των Δημήτρη Καράβολα και Γιώργου Βαλσαμάκη (με την ευγενική σύμπραξη του Ρ. Χούμη)
Κατά τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, οι Συριανοί μεγαλέμποροι, διατηρούσαν στενές σχέσεις οικονομικού και πολιτικού συμφέροντος, με τους Υδραίους καραβοκύρηδες. Εξ αιτίας μάλιστα της οικονομικής και πολιτικής τους συνάφειας, συμμάχησαν και εξεγέρθηκαν εναντίον του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος απείλησε αυτά ακριβώς τα κοινά συμφέροντα. Ο ΄Οθων που επιλέχθηκε Βασιλεύς των Ελλήνων, κατάφερε με τις ενέργειες και τις παραλήψεις του, να δημιουργήσει κύμα αντιδράσεων με αποτέλεσμα, πρώτο το Ναύπλιο να επαναστατήσει ενάντια στην οθωνική τυραννία.
Η επανάσταση μεταλαμπαδεύτηκε από το Ναύπλιο στο εμποροναυτικό λιμάνι της Σύρας, με επικεφαλής της εξέγερσης το Μανιάτη υπολοχαγό Νικόλαο Λεωτσάκο, ο οποίος με 50 περίπου άντρες, κατευθύνθηκε στην Κύθνο προκειμένου να ελευθερώσει τους εκτοπισμένους πολιτικούς κρατούμενους, αντιπάλους του Όθωνα. Εκεί βρήκε το θάνατο την 1η Μαρτίου 1862, πολεμώντας τα Οθωνικά στρατεύματα. Η Σύρα προς τιμήν του, ονόμασε την κεντρική πλατεία της πόλης, Πλατεία Λεωτσάκου. Φυσικά, ο δύσμοιρος αφανής ήρωας, στην πορεία λησμονήθηκε κι έτσι η πλατεία αφιερώθηκε στον διάσημο ήδη ναύαρχο Μιαούλη, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθη και ο μέχρι σήμερα δεσπόζων στην είσοδο της πλατείας, μαρμάρινος αδριάντας. Έτσι τιμήθηκε ο ναύαρχος, που ανατίναξε την φρεγάτα «Ελλάς», το καμάρι του ελληνικού πολεμικού στόλου, που είχε αποκτηθεί με τεράστιο αγώνα και χρήματα του επαναστατικού δανείου και είχε ναυπηγηθεί στις Η.Π.Α. Αντίθετα, τίμησαν τον Ψαριανό ναύαρχο και πραγματικά ανιδιοτελή ήρωα, Κωνσταντίνο Κανάρη, με μια μικρή προτομή, την οποία εξόρισαν σε μια παραμελημένη μικρή πλατεία στην άκρη του λιμανιού της πόλης.
Παρ’ όλα αυτά, η μικρή και απόκεντρη αυτή πλατεία, αποτελεί ένα κόσμημα κομψότητας για την Ερμούπολη, καθώς ορίζεται Ανατολικά, από το ωραίο κτίριο του παλιού Λιμεναρχείου, Βόρεια, από την εντυπωσιακή είσοδο του Ξενοδοχείου Ερμής (παλαιότερα από το κτίριο της «Sanita») και Δυτικά, από το επιμελημένο ολομάρμαρο κατάστημα που σήμερα στεγάζει την ψησταριά «Τα Γιάννενα» (του οποίου, παρεμπιπτόντως, η ξύλινη πέργκολα δεν αρμόζει στην αισθητική της Ερμούπολης).
Το δυνατό σημείο όμως της πλατείας, είναι η Νότια πλευρά της, η οποία με πολύ ελαφρά κλίση, καταλήγει σε πλατιά άνετα μαρμάρινα σκαλοπάτια, που οδηγούν στη θάλασσα και ανοίγουν ένα εξαιρετικό «σημείο φυγής» προς την αντίπερα όχθη του λιμανιού. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί, ότι αυτό το τμήμα της αποβάθρας, είναι και το μόνο σωζόμενο από την αρχική μαρμάρινη προκυμαία του λιμανιού.
Σ΄ αυτό ακριβώς το κόσμημα της πλατείας ορθώθηκε μια τσιμεντένια ράμπα, της οποίας δεν είναι κατανοητός ο λόγος ύπαρξης, αποκλείοντας την πρόσβαση στα μαρμάρινα σκαλιά, που οδηγούν στο επίπεδο της θάλασσας. Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση, και αμφιβόλου αισθητικής είναι, και απαράδεκτη (όσο για τη λειτουργικότητά της, αδιευκρίνιστη).
Δεν φθάνει που ο κάτοικος αυτής της πόλης, έχει αποκλειστεί από την πρόσβασή του στον ωραίο περίπατο στο «Νησάκι», προκειμένου να εξυπηρετηθεί η «κρουαζιέρα» που δεν αφήνει ούτε ένα ευρώ στο νησί, δεν φθάνει που η πρόσβαση των επισκεπτών και των κατοίκων αυτής της πόλης, προς τη θάλασσα, σταματά στο «Νεώριο», καθόσον φροντίσαμε να μπαζώσουμε τα δύο τρίτα του μεγάλου λιμανιού μας και να τα αποκλείσουμε από χρήσεις αναψυχής, τώρα ερχόμαστε να καταστρέψουμε και το εναπομείναν ελεύθερο προς χρήση τμήμα.
Οι αποφάσεις που οδήγησαν στην υλοποίηση αυτής της παντελώς ακαλαίσθητης και αντιλειτουργικής (;) παρέμβασης, θα πρέπει να επανεξεταστούν και να αναθεωρηθούν. Εμείς οι παλαιότεροι, θα θυμόμαστε πάντα, ότι από αυτό ακριβώς το σημείο, πραγματοποιούνταν η τελετή των Θεοφανείων, κάτι που γίνονταν για πάνω από εκατό χρόνια, όπως φαίνεται από το υπάρχον φωτογραφικό υλικό αρχείου. Επομένως, οι λόγοι διατήρησης της μορφής της πλατείας δεν είναι μόνο αισθητικοί, αλλά και ιστορικοί και συναισθηματικοί. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν αρκούν οι μνήμες του πολιτισμικού παρελθόντος. Είναι απαραίτητο να λειτουργούμε με ευαισθησία στο παρόν, για να διαιωνίσουμε αυτά που δημιουργήθηκαν, προκειμένου να τα χαιρόμαστε και στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον.