του Παναγιώτη Ζαβουδάκη*
Η Ερμούπολη και η Πάτρα έχουν αρκετά κοινά σημεία: 1) Είναι και οι δύο κοιτίδες του πρώιμου συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, 2) Θεωρούνται και οι δύο κέντρα παραγωγής λουκουμιών (αν και τα πατρινά λουκούμια υπολείπονται σε ποιότητα και φήμη των Συριανών), και 3) Και οι δύο πόλεις έχουν ένα πολιτιστικό στολίδι: το Θέατρο «Απόλλων».
Τα δύο θέατρα ανεγέρθηκαν την ίδια περίπου περίοδο και θεωρούνται «αδέλφια» επειδή έχουν περίπου το ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό και -βέβαια- το ίδιο όνομα: «Απόλλων». Όμως οι ομοιότητές τους σταματούν κάπου εδώ. Οι διαφορές τους είναι αρκετές, τόσες που να τους καθιστούν στη χειρότερη περίπτωση δύο συνονόματους και στην καλύτερη «ετεροθαλή αδέλφια».
Η πρώτη διαφορά βρίσκεται στην κατασκευή τους. Ακόμα και σήμερα επικρατεί σε κάποιους η εντύπωση πως τα δύο θέατρα έχουν το ίδιο κατασκευαστή και την ίδια αρχιτεκτονική κατεύθυνση. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο «Απόλλων» της Ερμούπολης κατασκευάστηκε το 1862-1864 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέτρο Σαμπό πάνω σε τέσσερα ιταλικά πρότυπα: τη Σκάλα του Μιλάνου, το θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης, το ακαδημαϊκό θέατρο στο Καστελφράνκο και το Τεάτρο ντε λα Πέργκολα της Φλωρεντίας. Ο «Απόλλων» της Πάτρας κατασκευάστηκε το 1871-1872 σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ και είναι μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου.
Πέρα από τις κατασκευαστικές διαφορές, τα δυο θέατρα δεν είχαν την ίδια εξέλιξη. Ενώ στην Πάτρα ο «Απόλλων» αποτέλεσε επί δεκαετίες σημείο πολιτιστικής αναφοράς, ο Συριανός «Απόλλων» πέρασε πολλές περιπέτειες: φθορές και ανακατασκευαστικά έργα, μετατροπή σε κινηματογράφο την περίοδο της κατοχής και, τέλος, μεγάλες φθορές που οδήγησαν στο θάνατο του από το 1953 μέχρι και την ανακατασκευή του που ολοκληρώθηκε το 2000.
Μια άλλη – όχι ασήμαντη διαφορά – είναι ότι το θέατρο της Πάτρας βρίσκεται στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία Γεωργίου και αποτελεί σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τους θεατράνθρωπους, αλλά και για τους πολίτες και τους τουρίστες. Η εξωτερική του εμφάνιση είναι επιβλητική. Αντίθετα το Συριανό «αδελφάκι» του μπορεί να βρίσκεται πολύ κοντά στην πλατεία Μιαούλη, αλλά δεν θαμπώνει με την εξωτερική του εμφάνιση.
Σήμερα – ευτυχώς – και τα δύο θέατρα λειτουργούν απρόσκοπτα. Όμως κι εδώ υπάρχει μια διαφορά. Σε ότι αφορά στις θεατρικές παραστάσεις, ο «Απόλλων» της Ερμούπολης φιλοξενεί – κυρίως – παραστάσεις τοπικών θιάσων, ενώ ο αντίστοιχος Πατρινός φιλοξενεί παραστάσεις του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και παραστάσεις θιάσων με πανελλήνια απήχηση. Παρότι η Πάτρα έχει πολλούς και αξιόλογους τοπικούς θιάσους που καλύπτουν τις απαιτήσεις του τοπικού κοινού στις δικές τους θεατρικές στέγες, οι παραστάσεις στο θέατρο «Απόλλων» θεωρούνται μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Να σημειωθεί πως η υπόθεση του θεάτρου αποτελεί μεγάλη προτεραιότητα για το Δήμο της Πάτρας, που στηρίζει με κάθε τρόπο τη λειτουργεία του.
Φαίνεται λοιπόν ότι από πολύ νωρίς τα δύο ομώνυμα θέατρα είχαν διαφορετική τύχη. Το ένα άνθισε και συνεχίζει να ανθίζει, ενώ το άλλο τις τελευταίες δεκαετίες προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια του και να ανακτήσει την αίγλη που του αξίζει. Για να τα καταφέρει, θα πρέπει να στηριχθεί όχι μόνο από τον καλλιτεχνικό κόσμο της Σύρου ή από το θεατρόφιλο κοινό της πόλης (οι οποίοι, να σημειωθεί ότι, χαίρουν μεγάλης εκτίμησης σε πανελλαδικό επίπεδο, καθώς η «μικρή» Σύρος θαυμάζεται για τους πολλούς θιάσους της και τη θέρμη του κοινού της), αλλά κυρίως, από τους τοπικούς άρχοντες που οφείλουν να φέρουν τον «Απόλλωνα» στη θέση που του αξίζει να κατέχει.
(*) Ο Παναγιώτης Ζαβουδάκης είναι δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Γεννήθηκε στη Σύρο, ζει και εργάζεται στην Πάτρα.